συντάξιμος

συντάξιμος
η , ο [ος , ον ] дающий право на пенсию, пенсионный;

συντάξιμη ηλικία — пенсионный возраст


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συντάξιμος" в других словарях:

  • συντάξιμος — η, ο, Ν αυτός που παρέχει το δικαίωμα χορήγησης ή λήψης σύνταξης (α. «συντάξιμος χρόνος» β. «συντάξιμες αποδοχές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταξη + κατάλ. ιμος (πρβλ. εργάσ ιμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • συντάξιμος — η, ο αυτός που παρέχει το δικαίωμα σύνταξης ή αυτός που με βάση του παρέχεται σύνταξη: Τα χρόνια της στρατιωτικής θητείας αναγνωρίστηκαν ως συντάξιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»